- υπεπόγδοος
- -όη, -ον, Α(για αριθμ. όρο) αντίστροφος τού ἐπόγδοος*. δηλαδή ο 8/9 ως αντίστροφος τού 9/8.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐπόγδοος «αυτός που αποτελείται από μια ακέραιη μονάδα και ένα όγδοο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.